- στρογγυλεύω
- στρογγυλαίνω (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στρογγυλεύω — στρογγυλεύω, στρογγύλεψα, στρογγυλεμένος βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: στρογγυλεύω : σπάνια η παθητική φωνή (στρογγυλεύομαι). Το ρ. σημαίνει και → κάνω κάτι στρογγυλό και → γίνομαι στρογγυλός … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στρογγυλεύω — Ν [στρογγυλός] (ως μτβ. και ως αμτβ.) 1. στρογγυλαίνω 2. κάνω ακέραιο έναν αριθμό ή ένα ποσό παραλείποντας τις μονάδες ή τα κλάσματά του … Dictionary of Greek
στρογγύλευμα — το, ΝΑ, και στρογγύλεμα Ν νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρογγυλεύω αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «γογγύλωμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. *στρογγυλεύω] … Dictionary of Greek
αποτορνεύω — ἀποτορνεύω κ. τορνῶ, όω κ. τορεύω (Α) 1. καθιστώ κάτι στρογγυλό, όπως με τον τόρνο, στρογγυλεύω 2. (για λόγο) επεξεργάζομαι με επιμέλεια … Dictionary of Greek
γογγύλλω — (Α) [γογγύλος] στρογγυλεύω κάτι … Dictionary of Greek
δινώ — (I) δινῶ ( έω) (Α) βλ. δινεύω. (II) δινῶ ( όω) (Μ) [δίνος] στρογγυλεύω κάτι με τόρνο … Dictionary of Greek
στρογγυλίζω — Α [στρογγύλος] 1. καθιστώ κάτι στρογγυλό, στρογγυλεύω 2. μτφ. (για λεκτικό ύφος) προσδίδω κομψότητα, Χάρη … Dictionary of Greek
στρογγυλαίνω — ΝΜΑ [στρογγύλος] κάνω κάτι στρογγυλό ή σφαιρικό, στρογγυλεύω νεοελλ. (αμτβ.) γίνομαι στρογγυλός … Dictionary of Greek
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek
στρογγυλώνω — στρογγυλῶ, όω, ΝΜΑ [στρογγύλος] κάνω στρογγυλό κάτι, τό στρογγυλεύω αρχ. παθ. στρογγυλοῡμαι, όομαι δίνω την εντύπωση τού στρογγυλού, φαίνομαι στρογγυλός … Dictionary of Greek